φαραγγώδης

φαραγγώδης
ης, ωδές
1) крутой, обрывистый; 2) изрытый ущельями, пропастями; овражистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φαραγγώδης" в других словарях:

  • φαραγγώδης — full of chasms masc/fem acc pl (attic epic doric) φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγώδης — ες / φαραγγώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φάραγξ, γγος] όμοιος με φαράγγι ή γεμάτος φαράγγια μσν. αρχ. (για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια …   Dictionary of Greek

  • φαραγγώδει — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut dat sg φαραγγώδεϊ , φαραγγώδης full of chasms dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγώδη — φαραγγώδης full of chasms neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγῶδες — φαραγγώδης full of chasms masc/fem voc sg φαραγγώδης full of chasms neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγώδεις — φαραγγώδης full of chasms masc/fem acc pl φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγωδῶν — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγώδεσι — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαραγγώδους — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»